- κυπραίικος
- -η, -οκυπριακός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κυπραίικος — η, ο [Κυπραίος] 1. κυπριακός («κυπραίικο κρασί») 2. φρ. «κυπραίικο γαϊδούρι» πολύ αγροίκος και αναιδής άνθρωπος … Dictionary of Greek
κυπριώτικος — η, ο (Μ κυπριώτικος, η, ον [Κυπριώτης] κυπριακός, κυπραίικος … Dictionary of Greek
κύπριος — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821 από την Κύπρο. 1. Άγγελος. Με την έναρξη της Επανάστασης κατατάχθηκε στον Ιερό Λόχο και πολέμησε στο Δραγατσάνι. Αργότερα κατέβηκε στην Ελλάδα και υπηρέτησε στο σώμα του οπλαρχηγού Ρόδιου. Πολέμησε … Dictionary of Greek